Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρτυρικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυρικός 1 -ή -ό [martirikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μαρτυρία ή με το μάρτυρα, ιδίως σε δικαστήριο: Mαρτυρική κατάθεση. Mαρτυρικές αποδείξεις.

[λόγ. < αρχ. μαρτυρικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυρικός 2 -ή -ό : που συνοδεύεται από πολλά μαρτύρια1: ~ θάνατος. Mαρτυρική ζωή / αρρώστια. μαρτυρικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. μαρτυρικός (στη νέα σημ.) < αρχ. μαρτυρικός (δες μαρτυρικός 1, μάρτυρας 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες