Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρτυρία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυρία η [martiría] Ο25 : πληροφορία που αφορά κτ. συνήθ. όχι πολύ γνωστό: Mαρτυρίες για το μεγάλο σεισμό υπάρχουν σε συγγραφείς της εποχής εκείνης. Γραπτή / προφορική ~. Aντιφατικές μαρτυρίες. α. πληροφορία που δίνει κάποιος για κπ. ή για κτ.: Επικαλούμαι τη ~ του τάδε για να αποδείξω ότι αυτός που με κατηγορεί ψεύδεται. Ψευδής / αναμφισβήτητη ~. H ~ σε δικαστήριο, μαρτυρική κατάθεση. (έκφρ.) αψευδής* ~. β. σύνολο από πληροφορίες για κπ. ή για κτ.: Tο βιβλίο αυτό αποτελεί μία συναρπαστική ~ για τον τελευταίο πόλεμο. ΦΡ η έξωθεν καλή ~, καλή φήμη ή υπόληψη: Έχει / διαθέτει κάποιος την έξωθεν καλή ~.

[λόγ. < αρχ. μαρτυρία]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρτυρία η· μαρτυριά.
  • 1)
    • α1) Μαρτυρική κατάθεση, βεβαίωση (ενός) μάρτυρα, αφήγηση όσων γνωρίζει για κ. (συν. σε δικαστήριο):
      • (Ασσίζ. 581), (Βακτ. αρχιερ. 169
      • (ως σύστ. αντικ.):
        • τες μαρτυριές π’ όλοι σε μαρτυρήσα (Ζήν. Δ́ 370
    • α2) (συνεκδ.) το κείμενο μαρτυρικής κατάθεσης:
      • αναγινώσκουνται οι μαρτυρίες (Ασσίζ. 5341
    • α3) (συνεκδ.) προκ. για μάρτυρες:
      • να του ειπεί έμπροστεν και εις την μαρτυρίαν της χώρας (Ασσίζ. 1686
    • β) επιβεβαίωση, πιστοποίηση, εγγύηση:
      • ας είναι εδώ για μαρτυριά θεοί γαρ οι αιώνιοι (Θησ. Ά [582]
      • να 'χομεν και αυτόν τον όρκο μαρτυρία (Φαλιέρ., Ιστ. 725
      • (προκ. για όρκο, με σκοπό να τονισθεί η ειλικρίνεια):
        • επήραν απάνω τους έμπροσθεν της μαρτυρίας του Θεού (Μαχ. 5065).
  • 2) Απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο:
    • το δαχτυλίδι μου … ας είναι ογιά σημάδι και μαρτυριά τση παντρειάς (Φορτουν. Γ́ 482· Χούμνου, Κοσμογ. 504).
  • 3) Γνώμη, άποψη, κρίση:
    • μηνά του (ενν. ο ρήγας) σα γέροντα και φρόνιμο, θέλει τη μαρτυριά του (Ερωτόκρ. Έ 1300
    • πολλές καλές μαρτυρίες … επήρεν (Μαχ. 19811).
  • 4)
    • α) Εντολή, νόμος· προκ. για το Δεκάλογο του Μωυσή:
      • (Πεντ. Δευτ. IV 45
      • έδωκεν προς τον Μωσέ … δυο πλάκα της μαρτυριάς (Πεντ. Έξ. XXXI 18
      • εκφρ. μίσκαν της μαρτυριάς = η «σκηνή του Μαρτυρίου»:
        • (Πεντ. Έξ. XXXVIII 21
      • σεντούκι της μαρτυριάς = η «κιβωτός της διαθήκης»:
        • (Πεντ. Έξ. XXV 22
    • β) (συνεκδ.) οι πλάκες του Δεκαλόγου του Μωυσή:
      • επήρεν (ενν. ο Μωσέ) και έδωκεν την μαρτυριά προς το σεντούκι (Πεντ. Έξ. XL 20).
  • 5)
    • α) Τυράννισμα, παίδεμα, βασανιστήριο:
      • επήραν (ενν. οι Γενουβήσοι) την … Αμόχουστον … και με μαρτυρίες και πολλά βασανίσματα εσηκώσαν τον βίον τούς καβαλλάρηδες (Μαχ. 45627).
    • β) μαρτυρικός θάνατος, μαρτύριο, για τη χριστιανική πίστη:
      • έλαβεν (ενν. ο Πάτρουλας) τον στέφανον της μαρτυρίας (Συναδ. φφ 14v-15r).
  • Φρ.
  • 1) Βγάνω, έχω, φέρω (εις) μαρτυρίαν (μου) κάπ. ή κ. = επικαλούμαι ως μάρτυρα:
    • (Χρον. Μορ. P 6101), (Κυπρ. ερωτ. 11021), (Ασσίζ. 1301), (Σοφιαν., Παιδαγ. 282), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [183]).
  • 2) Δίδω μαρτυρίαν, βλ. δίδω ΙΆ12β φρ.
  • 3) Είμαι στη μαρτυριά κάπ. = μαρτυρώ για κάπ., αποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω» κάπ.:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [688]).
  • 4) Έρχομαι στη μαρτυρία κάπ. = ζητώ τη γνώμη κάπ.:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 672).
  • 5) Θέτω μαρτυρίαν επάνω σε κάπ., βλ. θέτω Ά2 Φρ. δ.
  • 6) Σύρω ή φέρω (και ποιώ) μαρτυρίαν = καταθέτω ως μάρτυρας:
    • (Ασσίζ. 9929, 10216, 10017).

[αρχ. ουσ. μαρτυρία. Ο τ. στο Βλάχ. (‑ργιά) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυριάρης -α -ικο [martirjáris] Ε9 : (οικ., ιδ. για παιδί) που μαρτυρά, που προδίδει επιλήψιμες πράξεις. || (ως ουσ.).

[μαρτυρ(ιά `μαρτυρία΄ < μαρτυρ(ώ) -ιά) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρτυριάρικος -η -ο [martirjárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο μαρτυριάρη.

[μαρτυριάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες