Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρξιστικός -ή -ό [marksistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαρξισμό ή με το μαρξιστή: Mαρξιστική θεωρία / κυβέρνηση. Mαρξιστικό κόμμα.
μαρξιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μαρξιστ(ής) -ικός]