Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρμαρυγή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαρυγή η [marmarijí] Ο29 : 1α. η συνεχής μεταβολή της έντασης και του χρώματος που παρατηρείται στη λάμψη ενός άστρου· (πρβ. στίλβη). β. για οποιαδήποτε άλλη λάμψη. 2. (ιατρ.) σοβαρή μορφή καρδιακής αρρυθμίας: Kολπική ~.

[λόγ. < αρχ. μαρμαρυγή]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαρυγή η.
  • Λάμψη, ακτινοβολία:
    • (Εις Θεοτ. 4).

[αρχ. ουσ. μαρμαρυγή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες