Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρμαρένιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαρένιος, επίθ.· μαρμαρέινος· μαρμαρένος.
  • 1) Μαρμάρινος:
    • η πλάκα η μαρμαρένη (Πανώρ. Ά 135).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) άσπρος (και ωραίος):
      • μαρμαρένιο χέρι (Ερωτόκρ. Γ́ 1491
    • β) σκληρός, γερός:
      • στήθη μαρμαρέινα (Χρον. Τόκκων 3392
    • γ) προκ. για άνθρωπο άσπλαχνο, ασυγκίνητο:
      • Δε σ’ εγεννήσασι θεριά, δεν είσαι μαρμαρένη (Πανώρ. Β́ 297).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαρένιος -α -ο [marmarénos] Ε4 : μαρμάρινος: μαρμαρένια αλώνια, ο μυθικός χώρος όπου έγινε η πάλη του Διγενή με το Xάρο.

[μάρμαρ(ο) -ένιος (πρβ. μσν. μαρμαρένος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες