Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρμίτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμίτα η [marmíta] Ο25α : (λαϊκ.) η κατσαρόλα, με επέκταση το φαγητό και μτφ. για οικονομικό όφελος.

[ιταλ. marmitta < γαλλ. marmite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες