Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαρμάρινος, επίθ.
-
- Μαρμαρένιος:
- ριγλίν μαρμάρινον (Προδρ. I 80).
[μτγν. επίθ. μαρμάρινος. Η λ. και σήμ.]
- Μαρμαρένιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρμάρινος -η -ο [marmárinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο· μαρμαρένιος: Mαρμάρινη πλάκα / κολόνα / προτομή. Mαρμάρινο άγαλμα. Mπροστά σε κάθε μνήμα υπάρχει ένας ~ σταυρός.
[λόγ. < ελνστ. μαρμάρινος]