Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρκετερί η [marketerí] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνικής η οποία χρησιμοποιείται στη διακόσμηση επιφανειών, ιδίως των επίπλων.
[λόγ. < γαλλ. marqueterie]