Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρκαδόρος ο [markaδóros] Ο18 : I. στιλό διαρκείας με γραφίδα από απορροφητική ουσία και με ειδική μελάνη: Γράφω / ζωγραφίζω με μαρκαδόρο. II. υπάλληλος που ελέγχει τις μάρκες σε εστιατόριο, καφενείο κτλ.
μαρκαδοράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. [II: μάρκ(α) -αδόρος ή βεν. *marcador -ος· I: σημδ. γαλλ. marqueur]