Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαριόλικος -η -ο [marjólikos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μαριολιά: Mαριόλικο χαμόγελο. Mαριόλικα μάτια.
μαριόλικα ΕΠIΡΡ: Παίζει ~ το μάτι του. [μαριόλ(ης) -ικος]