Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαριχουάνα η [marixuána] Ο25α : μείγμα από ξερά φύλλα και άνθη ινδικής κάνναβης, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό: Tσιγάρο από ~. Kαπνίζω ~. Xασίς, ~ κι άλλα ναρκωτικά.
[αγγλ. marijuana < ισπαν. mariguana]