Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρινάτος -η -ο [marinátos] Ε3 : που μαγειρεύτηκε με μαρινάτα: Mαρινάτο κρέας / ψάρι, που πριν το μαγειρέψουν το έβαλαν μέσα σε μαρινάτα.
[ιταλ. marinato -ς]