Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαρινάρω [marináro] -ομαι Ρ6 : διατηρώ κρέας ή ψάρι σ΄ ένα μείγμα από λάδι, ξίδι και άλλα καρυκεύματα πριν το μαγειρέψω, για να γίνει πιο μαλακό.
[ιταλ. marinar(e) -ω]