Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαργαριταρένιος επίθ.· μαργαριταρένος.
-
- Στολισμένος με μαργαριτάρια:
- σέλαν … μαργαριταρένιαν (Διγ. Esc. 1050).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Τ. ‑έινος στον Ψευδο-Κωδ. και στο Meursius. Ο τ. ‑ένος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Στολισμένος με μαργαριτάρια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαργαριταρένιος -α -ο [marγaritarénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μαργαριτάρια: Mαργαριταρένιο κολιέ. Ένας ~ σταυρός κρεμόταν στο λαιμό της. 2. (μτφ.) που μοιάζει με μαργαριτάρι: Xαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα μαργαριταρένια της δόντια.
[μαργαριτάρ(ι) -ένιος (πρβ. μσν. μαργαριταρένος)]