Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαργαρίτης ο.
-
- 1) Μαργαριτάρι:
- (Βέλθ. 444).
- 2) (Μεταφ.)
- α) (ενίοτε και με τα επίθ. νοερός και τίμιος) προκ. για το Χριστό:
- (Φυσιολ. (Legr.) 150), (Φυσιολ. 36611, 18)·
- β) ο λόγος – «θησαυρός» που περιέχεται στην Αγία Γραφή
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 635)·
- γ) προκ. για άνθρωπο σπουδαίο, εξαιρετικό:
- Αλίμονον, … ποίος μας άρπαξε τον μαργαρίτην εκείνον (ενν. τον μητροπολίτην)! (Χίκα, Μονωδ. 168)·
- Ω μαργαρίτη έκλαμπρε (ενν. η Μαρία Μαγδαληνή) (Σκλέντζα, Ποιήμ. 119).
- α) (ενίοτε και με τα επίθ. νοερός και τίμιος) προκ. για το Χριστό:
[μτγν. ουσ. μαργαρίτης. Η λ. και σήμ. σε εκκλ. κείμ. Τ. μαρκ‑ σήμ. κυπρ.]
- 1) Μαργαριτάρι: