Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαργαρίτα η [marγaríta] Ο25α : 1. λουλούδι με άσπρα ή κίτρινα πέταλα τοποθετημένα κυκλικά γύρω από τον ύπερο και τους στήμονες, που είναι κίτρινοι: Mπουκέτο με μαργαρίτες. Mαδάει τη ~, για να δει αν ακόμα εκείνος τη θυμάται και την αγαπάει. 2. θαμνώδες φυτό που το άνθος του είναι η μαργαρίτα: Kαλλιεργεί μαργαρίτες.
[αντδ. < παλ. ιταλ. margarita < λατ. margarita < ελνστ. μαργαρίτης `φυτό της Aιγύπτου΄ ίσως από ομοιότητα προς το μαργαριτάρι]
- μαργαριταρένιος επίθ.· μαργαριταρένος.
-
- Στολισμένος με μαργαριτάρια:
- σέλαν … μαργαριταρένιαν (Διγ. Esc. 1050).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Τ. ‑έινος στον Ψευδο-Κωδ. και στο Meursius. Ο τ. ‑ένος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Στολισμένος με μαργαριτάρια:
- μαργαριταρένιος -α -ο [marγaritarénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μαργαριτάρια: Mαργαριταρένιο κολιέ. Ένας ~ σταυρός κρεμόταν στο λαιμό της. 2. (μτφ.) που μοιάζει με μαργαριτάρι: Xαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα μαργαριταρένια της δόντια.
[μαργαριτάρ(ι) -ένιος (πρβ. μσν. μαργαριταρένος)]
- μαργαριτάρι το [marγaritári] Ο44 : 1. είδος σκληρού, γυαλιστερού και συνήθ. σφαιρικού πολύτιμου λίθου, οργανικής προέλευσης, που σχηματίζεται μέσα στο όστρακο ορισμένων μαλακίων και χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία: Φυσικό / καλλιεργημένο / αληθινό / ψεύτικο ~. Aλιεία / καλλιέργεια μαργαριταριών. Kολιέ με μαργαριτάρια. Δόντια σαν μαργαριτάρια, μικρά και άσπρα. 2. (μτφ.) α. για κτ. που μοιάζει με μαργαριτάρι: Δύο μαργαριτάρια κύλησαν στα μάγουλά του, για δάκρυα. β. για κάθε σοβαρό λάθος, ιδίως γλωσσικό, κυρίως στο γραπτό λόγο: Mαθητική έκθεση γεμάτη μαργαριτάρια.
[μσν. μαργαριτάρι(ο)ν υποκορ. του ελνστ. μαργαρίτ(ης) (ανατολ. προέλ.) -άριον (2β: λόγ. μαργαρίτης με προσαρμ. στο δημοτ. μαργαριτάρι, σημδ. γαλλ. perle ή ιταλ. perla)]
- μαργαριτάριον το· μαργαριτάρι· μαργαριτάριν· γεν. εν. μαργαριτάρου· γεν. πληθ. μαργαριτάρων.
-
- Μαργαριτάρι:
- (Λόγ. παρηγ. L 291)·
- ρεβιθάτον μαργαριτάρι (Διήγ. Αλ. V 39)·
- δόντια μαργαριτάρια (Βέλθ. 702)·
- (σε μεταφ.):
- Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (Στάθ. Γ́ 513).
[<ουσ. μαργαρίτης + κατάλ. ‑άριον. Η λ. σε παπύρ. και στο Meursius. Ο τ. ‑ιν τον 9. αι. και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μαργαριτάρι:
- μαργαριταρίτσιν το.
-
- Μικρό μαργαριτάρι:
- (Κώδ. Πάτμου I 10).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + κατάλ. ‑ίτσιν]
- Μικρό μαργαριτάρι:
- μαργαριταρόδοντος, επίθ.
-
- Που έχει ωραία δόντια σα μαργαριτάρια:
- (Διγ. Z 151).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + δόντι(ν)]
- Που έχει ωραία δόντια σα μαργαριτάρια:
- μαργαριταρόζωστος, επίθ.
-
- Διακοσμημένος γύρω γύρω με μαργαριτάρια:
- μαργαριταρόζωστος … πίρος (Κρασοπ. B 65).
[<ουσ. μαργαριτάρι + ζώνω (πβ. και μτγν. επίθ. ζωστός)]
- Διακοσμημένος γύρω γύρω με μαργαριτάρια:
- μαργαριταρόπουλο(ν) το.
-
- Μικρό μαργαριτάρι:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1037]).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + κατάλ. ‑πουλο(ν)]
- Μικρό μαργαριτάρι:
- μαργαριταρόριζα η.
-
- Σεντέφι:
- Συν μαργαριταρόριζες έστι καλλωπισμένον (ενν. το σύνθρονον) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 545 (έκδ. μαργαριτόριζες· διορθώσ. κατά την έκδ. Καδά)).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + ρίζα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σεντέφι: