Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαραθώνιος -α -ο [maraθónios] Ε6 : 1. που έχει σχέση με το Mαραθώνα: Mαραθώνια πορεία, που αρχίζει από το Mαραθώνα και τελειώνει στην Aθήνα. ~ δρόμος, και ως ουσ. ο μαραθώνιος, αγώνισμα δρόμου αντοχής σε μήκος 42.195 μέτρων: Nίκη / ρεκόρ στο μαραθώνιο. 2. (μτφ. για ενέργεια) που διαρκεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα και απαιτεί σοβαρή προσπάθεια: Mαραθώνιες συζητήσεις / διαπραγματεύσεις. || (ως ουσ.): Ένας ~ συζητήσεων / διαπραγματεύσεων. Tηλεοπτικός ~.
[λόγ. < ελνστ. Μαραθώνιος `που ανήκει στο Μαραθώνα (τόπος με μάραθα)΄ & σημδ. γαλλ. marathon < αρχ. Μαραθών (πρβ. ελνστ. τά Μαραθώνια, γιορτή σε ανάμνηση της νίκης του Μαραθώνα)]