Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαραζώνω [marazóno] Ρ1α μππ. μαραζωμένος : 1. υποφέρω από μαράζι: Γεροντοκόρη που μαραζώνει χωρίς καμιά ελπίδα. 2. προκαλώ σε κπ. μαράζι: Tη μαράζωσε ο χαμός του παιδιού της. 3. (μτφ.) α. παθαίνω μαρασμό: H λαϊκή τέχνη υποκαθίσταται από την προσωπική και σιγά σιγά μαραζώνει. β. (σπάν. για φυτό) μαραίνομαι.
[μαράζ(ι) -ώνω]