Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαραίνω [maréno] -ομαι Ρ7.1 : 1. (για φυτό) κάνω να χάσει τη φυσική του μορφή λόγω ελλείψεως θρεπτικών συστατικών και ιδίως νερού: Mαράθηκαν τα λουλούδια στο βάζο, γιατί δεν τους αλλάξαμε το νερό. 2. (μτφ.) α. κάνω κτ. ή κπ. να χάσει τη ζωντάνια του, την ομορφιά του: Tα βάσανα είχαν μαράνει το άλλοτε ωραίο πρόσωπό της. Mαράθηκε η ομορφιά της. Tο παιδί είναι ακόμα μαραμένο από την αρρώστια. || Mαράθηκαν τα σπυράκια, υποχώρησαν. β. (συνήθ. παθ.) στενοχωριέμαι: Kάθεται μαραμένος στην άκρη, ενώ οι άλλοι γλεντούν. ΦΡ με μάρανε κτ., για πράγμα όχι απολύτως αναγκαίο: Nα φάμε δεν έχουμε, τα λουλούδια στο τραπέζι μάς μάραναν! γ. (λογοτ.) μειώνω, λιγοστεύω κτ.: Mαράθηκε ο ζήλος / ο ενθουσιασμός. Mαράθηκαν οι ελπίδες.
[αρχ. μαραίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαραίνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) (Προκ. για φυτό) κάνω να χάσει τη δροσιά του, να ξεραθεί:
- ο βρόμος της της φυλακής … μαραίνει τους βασιλικούς (Σαχλ. B́ PM 239).
- 2) Φθείρω:
- οι σκώληκες μαραίνουσι (ενν. ώμους, βραχίονας) κακώς προσδαπανώντες (Διγ. Z 4480).
- 3) (Μεταφ.)
- α) αφανίζω:
- πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου Άδης μαραίνει (Διγ. Gr. 3369)·
- β) κάνω κ. ή κάπ. να χάσει τη ζωντάνια του, την ομορφιά του:
- ο καιρός τα κάλλη σου μαραίνει (Ch. pop. 673)·
- μη την πικραίνεις και μηδέν μας την μαραίνεις (ενν. την κόρη) (Συναξ. γυν. 1112).
- γ) εξαντλώ σωματικά ή ψυχικά, εξασθενώ κάπ.:
- ο καημός … τονε μαραίνει (Αλεξ. 2766)·
- δ) κάνω κ. να μαραζώσει:
- η αγάπη σου … μαραίνει την καρδιά μου (Ch. pop. 133)·
- ε) υποβιβάζω, φθείρω:
- ουδέν δύναται … το γήρας να τον μαράνει (ενν. τον νουν) (Σοφιαν., Παιδαγ. 105).
- α) αφανίζω:
- 1) (Προκ. για φυτό) κάνω να χάσει τη δροσιά του, να ξεραθεί:
- Β́ (Αμτβ., μεταφ.) εξασθενώ, μειώνομαι:
- η αγάπη εμάρανε, ο πόθος ολιγώθην (Ριμ. Βελ. ρ 529).
- Ά Μτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1) (Προκ. για άνθος ή φυτό) χάνω τη δροσιά μου, μαραίνομαι:
- (Ζήν. Β́ 368)·
- ένα δεντρόν … ψημένο, μαραμένο, δίχως ανθούς (Ερωτόκρ. Β́ 208).
- 2) (Προκ. για λίμνη) ξεραίνομαι, στεγνώνω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 194).
- 3) (Μεταφ.)
- α) μαραζώνω, εξασθενώ:
- (Διγ. Esc. 175)·
- μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη (Ερωτόκρ. Β́ 192)·
- β) φθείρομαι:
- μαραίνονται … δόξα και πλούτος και τιμή (Στ. ωραιότ. 11)·
- γ) χάνω τη ζωντάνια μου, την ομορφιά μου:
- η νιότη μου εμαράθη (Συναξ. γυν. 970).
- δ) εξαντλούμαι:
- μαραμό να μαραθείς (Πεντ. Έξ. XVIII 18).
- α) μαραζώνω, εξασθενώ:
- 1) (Προκ. για άνθος ή φυτό) χάνω τη δροσιά μου, μαραίνομαι:
[αρχ. μαραίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.