Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρίνα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρίνα η [marína] Ο25α : μικρό λιμάνι που χρησιμοποιείται ιδίως για σκάφη αναψυχής: Iστιοπλοϊκά αραγμένα στη ~.

[λόγ. < αγγλ. marina (στη νέα σημ.) θηλ. του ιταλ. marino `της θάλασσας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρινάρω [marináro] -ομαι Ρ6 : διατηρώ κρέας ή ψάρι σ΄ ένα μείγμα από λάδι, ξίδι και άλλα καρυκεύματα πριν το μαγειρέψω, για να γίνει πιο μαλακό.

[ιταλ. marinar(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρινάτα η [marináta] Ο25α : ονομασία σάλτσας από ντομάτα που περιέχει επίσης αλεύρι, σκόρδο, ξίδι κτλ. και που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος.

[ιταλ. marinata]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρινάτος -η -ο [marinátos] Ε3 : που μαγειρεύτηκε με μαρινάτα: Mαρινάτο κρέας / ψάρι, που πριν το μαγειρέψουν το έβαλαν μέσα σε μαρινάτα.

[ιταλ. marinato ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες