Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαούνα η [maúna] Ο25α : 1. πλοίο χωρίς καρίνα και δική του κίνηση που χρησιμοποιείται για μεταφορές σε μικρές αποστάσεις, ιδίως σε λιμάνια: Ρυμουλκό που σέρνει μια φορτωμένη ~. || (μειωτ.) για αργοκίνητο μεταφορικό μέσο. 2. (μτφ.) για καθετί μεγάλων διαστάσεων και συνήθ. άκομ ψο.
[μσν. μαούνα < τουρκ. mavuna (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαούνα (II) η.
-
- Εμπορική εταιρεία στις ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, ιδ. στη Γένουα, οργανωμένη για επιχειρήσεις αποικιακού χαρακτήρα, συχνά για τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση προϊόντων ορισμένων περιοχών:
- οι Γενουβήσοι … εποίκαν μαούναν (Μαχ. 3368).
[<αραβ. ma῾una (EI)· πβ. ιταλ. maona (DEI και Battaglia, στη λ.2)]
- Εμπορική εταιρεία στις ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας, ιδ. στη Γένουα, οργανωμένη για επιχειρήσεις αποικιακού χαρακτήρα, συχνά για τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση προϊόντων ορισμένων περιοχών:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαούνα (Ι) η· μαγούνα· μαόνα.
-
- (Ναυτ.) μεγάλο πλοίο, πολεμικό και μεταγωγικό, με τρία κατάρτια, παρόμοιο με τη γαλεάτσα (συν. τουρκικό):
- (Byz. Kleinchron. Á 30013)·
- έγιναν όλα άρμενα τετρακόσια, καράβια, κάτεργα, μαούνες (Κώδ. Χρονογρ. 5116).
[<τουρκ. mavuna < αραβ. mā῾ūn. Ο τ. μαό‑ <ιταλ. maona (DEI και Battaglia, στη λ.1). Η λ. στο Somav. (όπου και ο τ. μαγού‑) και σήμ.]
- (Ναυτ.) μεγάλο πλοίο, πολεμικό και μεταγωγικό, με τρία κατάρτια, παρόμοιο με τη γαλεάτσα (συν. τουρκικό):