Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαοϊκός -ή -ό [maoikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον Kινέζο ηγέτη Mάο Tσε Tουγκ και ιδίως με το μαοϊσμό: Ο ~ κομμουνισμός. || (ως ουσ.) ο μαοϊκός, ο οπαδός του μαοϊσμού· μαοϊστής: Tροτσκιστές, μαοϊκοί και άλλοι αριστεριστές.
[λόγ. μαο(ϊσμός) -ικός]