Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαξιλάρι το [maksilári] Ο44 : 1. αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα και γεμισμένο με μαλακό υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για τη στήριξη διάφορων μερών του σώματος, όταν ο άνθρωπος κάθεται, ή του κεφαλιού, όταν αυτός είναι ξαπλωμένος: Mαλακό / σκληρό / αναπαυτικό ~. Kάθομαι / ακουμπάω σε ~. Yφαντό / κεντημένο ~. Ένα ~ για τον καναπέ / για τις καρέκλες. ~ του ύπνου, προσκέφαλο. Kαμπούριασε, γιατί κοιμάται με δύο μαξιλάρια. 2. (μτφ.) για κάθε μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να ακουμπά και να στηρίζεται καλά κτ. άλλο.
μαξιλαράκι το YΠΟKΟΡ. μαξιλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [μσν. μαξιλ(λ)ά ριον < λατ. maxillar(is) `του σαγονιού΄ -ιον· μαξιλάρ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαξιλάρι το· μαξελάρι(ν)· μαξιλάριν.
-
- Μαξιλάρι:
- (Ch. pop. 32).
[<λατ. maxillaris ‑e με επίδρ. της κατάλ. ‑άρι(ον). Τ. ‑λλάριον στον Αχμέτ. Ο τ. μαξελάρι στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Μαξιλάρι: