Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μανός, επίθ.
-
- Χαλαρός, νωθρός·
- (μεταφ.) διανοητικά ασθενής· παράφρονας, παρανοϊκός:
- έχοντες και στρατάρχην άνδρα μανόν και αιματοβόρον (Καναν. 30).
- (μεταφ.) διανοητικά ασθενής· παράφρονας, παρανοϊκός:
[αρχ. επίθ. μανός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Χαλαρός, νωθρός·