Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντόνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντόνα η [madóna] Ο25α : ονομασία της Παναγίας στην Iταλία καθώς και η σχετική παράσταση όπου αυτή κατά κανόνα κρατά στην αγκαλιά της το μικρό Xριστό: Mία ~ του Ραφαήλ. Γυναίκα όμορφη σαν ~. || (επέκτ.) για γυναίκα με σεμνή ομορφιά.

[ιταλ. madonna]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντόνα η.
  • (Ως τιμητική προσηγορία για γυναίκα ευγενικής οικογένειας) κυρία:
    • τση αρχόντισσας τση μαντόνας Μανταλένας Σιμιτοκολοπούλας (Βαρούχ. 542).

[<ιταλ. madonna. Τ. ‑δό‑ (<βεν. madona) στο Somav. Η λ. και σήμ. προκ. για την Παναγία των καθολικών (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες