Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντόλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντόλα η [mandóla] Ο25α : είδος μουσικού οργάνου μεγαλύτερου από το μαντολίνο.

[ιταλ. mandola]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντολάτο το [mandoláto] Ο39 : μαστιχωτό γλύκισμα που γίνεται από ασπράδι αυγού, αμύγδαλα και ζάχαρη ή μέλι.

[βεν. mandolato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες