Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντικός, επίθ.
-
- Προφητικός:
- μαντικόν και θεηγόρον στόμα (Διγ. Gr. 3264).
- Το ουδ. ως ουσ. = μαντική ικανότητα:
- το μαντικόν του κόρακος (Γλυκά, Στ. 32).
[αρχ. επίθ. μαντικός. Η λ. και σήμ.]
- Προφητικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαντικός -ή -ό [mandikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο μάντη ή στη μαντεία: Άνθρωπος με μαντικές ικανότητες. H μαντική τέχνη και ως ουσ. η μαντική, η τέχνη ή η ικανότητα του μάντη.
[λόγ. < αρχ. μαντικός]