Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαντεύω [mandévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ. πριν δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις· (πρβ. προαισθάνομαι): Mαντεύουμε την ύπαρξή του χωρίς να τον βλέπουμε. Mπορείς να μαντέψεις τι σου έφερα; ~ τη σκέψη κάποιου. 2. προβλέπω, προλέγω: ~ το μέλλον.
[ελνστ. μαντεύω < αρχ. μαντεύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντεύω· μαντεύγω.
-
- I. (Ενεργ.) προφητεύω, προλέγω:
- έκραξεν … τον μάγον να μαντέψει (Αλεξ. 215)·
- (με σύστ. αντικ.):
- μαντεμό να μαντέψει (Πεντ. Γέν. XLIV 5).
- II. Μέσ.
- 1) Συμβουλεύομαι το μαντείο:
- ο Κροίσος … είχεν μαντευθεί εάν νικήσει τον Κύρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ 139r).
- 2) Αισθάνομαι, διαισθάνομαι:
- τα ζώα δεν μαντεύονται (Ροδινός 215).
- 1) Συμβουλεύομαι το μαντείο:
[αρχ. μαντεύομαι. Ο τ. στο Βλάχ.· τ. ‑εύκω σήμ. κυπρ. (Σακ.). Η λ. ήδη μτγν. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) προφητεύω, προλέγω: