Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαντείο το [mandío] Ο39 : ιερό αρχαίας θρησκείας στο οποίο οι μάντεις ερμήνευαν τη θέληση των θεών ή προέβλεπαν το μέλλον: Tο ~ των Δελφών / της Δωδώνης.
[λόγ. < αρχ. μαντεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντείον το· μάντειο· μαντειό.
-
- Μαντείο:
- (Αλεξ. 295).
[αρχ. ουσ. μαντείον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μαντείο: