Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντατούρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαντατούρης ο.
  • Κατήγορος, συκοφάντης:
    • μη πορευτείς μαντατούρης εις το λαό σου (Πεντ. Λευιτ. XIX 16).

[<ιταλ. mandatore. Η λ. στο Du Cange (λ. μανδάτον· πβ. και λ. ‑τάρης στο Βλάχ.) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες