Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαντατοφόρος ο [mandatofóros] Ο18 : (λογοτ.) ο αγγελιοφόρος.
[μσν. μαντατοφόρος < μαντάτ(ον) -ο- + -φόρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντατοφόρος ο· μανδατοφόρος.
-
- 1) Αγγελιοφόρος· απεσταλμένος (συν. επίσημος):
- Πιττάκια γράφει παρευτύς, μαντατοφόρους στέλλει (Χρον. Μορ. P 300)·
- οι αποστολάτοροι κι … οι μαντατοφόροι ήρθασιν ογιά λόγου μου (Ερωτόκρ. Δ́ 209).
- 2) Ως επίθ. = (προκ. για επιστολή) που περιέχει μήνυμα:
- έστειλε γραφή μαντατοφόρον (Χρον. σουλτ. 3213).
[<ουσ. μαντάτον + ‑φόρος. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Αγγελιοφόρος· απεσταλμένος (συν. επίσημος):