Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντατευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαντατευτής ο.
  • Αυτός που (μετα)φέρει μήνυμα, αγγελιοφόρος· μεσολαβητής:
    • πας άνθρωπος μαντατευτής … δώρον λαμβάνει πρόθυμα (Λίβ. N 1821).

[<μαντατεύω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες