Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανταρίστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταρίστρα η [mandarístra] Ο25α & μανταρίστρια η [mandarístria] Ο27 : γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με το μαντάρισμα.

[μανταρισ- (μαντάρω) -τρα· λόγ. επίδρ. μανταρίσ(τρα) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες