Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανταλώνω [mandalóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο: Kλείνω και ~ την πόρτα. Mανταλωμένη πόρτα. || (επέκτ.) κλείνω καλά: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα. Kλειδώνω, ~, τον κλέφτη βρίσκω μέσα, ο ήλιος, σε αίνιγμα.
[ελνστ. μανδαλ(ῶ) (προφ. [nd] ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μανταλώνω.
-
- Κλείνω την πόρτα με σύρτη:
- τα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει (Ερωτόκρ. Γ́ 1747).
[παλαιότ. μανδαλόω (Ησύχ., L‑S)· πβ. αρχ. επίθ. ‑ωτός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κλείνω την πόρτα με σύρτη: