Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντήλα η· μανδήλα.
-
- 1) Μαντήλα, πετσέτα:
- την μανδήλαν, ῄ εσφόγγιζεν ο πατήρ μου την πρόσοψιν (Σπανός D 649).
- 2) Τραπεζομάντηλο:
- απάνου εις τες τράπεζες τρώγουσι (ενν. οι ποντικοί) τες μαντήλες (Ζήνου, Βατραχ. 302).
[<ουσ. μαντήλι(ν) + κατάλ. ‑α (Μηνάς 1978: 44, 84, Ανδρ. και ΛΚΝ, λ. ‑ντί‑)· λίγο πιθ. να πρόκ. για το μτγν. ουσ. μαντήλη (<λατ. mantele, ‑νδ‑ τον 5. αι., L‑S και Suppl.· πβ. και μεσν. λατ. mantela, Du Cange, Lat., λ. mantum)]
- 1) Μαντήλα, πετσέτα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαντηλάκιν το· μανδηλάκι.
-
- Μαντήλι (θωπευτ.):
- με το μαντηλάκιν της … μ’ εσφόγγιζε (Φαλιέρ., Ιστ. 285). [<ουσ. μαντήλι(ν) + κατάλ. ‑άκιν. Τ. ‑ι στο Somav. (‑ντι‑) και σήμ. (ά. γρ. ‑ντι‑)]
- Μαντήλι (θωπευτ.):