Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντέμι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντέμι το [madémi] Ο44 : 1. (προφ.) ο χυτοσίδηρος: Λιωμένο / πυρακτωμένο ~. Σόμπα από ~. 2. (λαϊκότρ.) το μετάλλευμα.

[τουρκ. maden (από τα αραβ.), διαλεκτ. madem ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες