Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντάτο το [mandáto] Ο39 : (οικ.) 1α. είδηση: Mαθαίνω / ακούω τα μαντά τα. Kαλά / κακά / άσχημα μαντάτα. Έτρεξε για να τους πει το ~. β. κακή, δυσάρεστη είδηση: Tου ήρθε το ~. Έμαθα τα μαντάτα σου. 2. το μήνυμα: Στέλνω ~ σε κπ.
[μσν. μαντάτον < ελνστ. μανδᾶτον (προφ. [nd] ) < λατ. mandat(um) `αυτοκρατορική διαταγή΄ -ον]
- μαντάτον το· μανδάτον· μαντάδο· μαντάτο.
-
- 1) Παραγγελία, μήνυμα:
- μαντάτα απόστειλε (ενν. ο πάπας) εις αυτόν, … αν θέλει να έλθει (Χρον. Μορ. H 5986).
- 2) Διαταγή:
- αφέντης του ’στειλεν μαντάτον … στην Μάλταν ν’ απομείνουσιν (Αχέλ. 1871).
- 3) Είδηση:
- Μανθάνοντα το κάτεργον τα μαντάτα τούτα, … εστράφη να έλθει εις την Κύπρον (Μαχ. 27224).
- 4) Προμήνυμα:
- να μακρύνω απ’ την καρδιά τσ’ αγάπης τα μαντάτα (Ερωτόκρ. Ά 376).
[παλαιότ. ουσ. μανδάτον (5. αι.) <λατ. mandatum. Ο τ. ‑ο στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Παραγγελία, μήνυμα:
- μαντατούρης ο.
-
- Κατήγορος, συκοφάντης:
- μη πορευτείς μαντατούρης εις το λαό σου (Πεντ. Λευιτ. XIX 16).
[<ιταλ. mandatore. Η λ. στο Du Cange (λ. μανδάτον· πβ. και λ. ‑τάρης στο Βλάχ.) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Κατήγορος, συκοφάντης:
- μαντατοφορεύω· μανδατοφορεύω.
-
- (Μέσ.) διεξάγω συνεννοήσεις, έρχομαι σε συμφωνία (μέσω αγγελιοφόρων ή μεσολαβητών):
- μανδατοφορεύεται με τον Μουρίκη Σπάτα … να ενωθούσιν ενομού (Χρον. Τόκκων 1028· Σπαν. (Ζώρ.) V 578).
[<ουσ. μαντατοφόρος + κατάλ. ‑εύω Τ. ‑εύγω στο Βλάχ.]
- (Μέσ.) διεξάγω συνεννοήσεις, έρχομαι σε συμφωνία (μέσω αγγελιοφόρων ή μεσολαβητών):
- μαντατοφορία η· μαντατοφοριά.
-
- 1)
- α) Η αποστολή, το έργο του μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος:
- (Μαχ. 46829)·
- ο μαντατοφόρος … άρχεψεν την μαντατοφορίαν του ρηγός (Μαχ. 47024)·
- φρ. ποιώ (την) μαντατοφορίαν = μεταβιβάζω ή ανακοινώνω μήνυμα, παραγγέλνω:
- (Μαχ. 15621, 6462)·
- β) (μετων.) είδηση, μήνυμα, παραγγελία:
- τιτοίαν μαντατοφοριάν να μεν δοθεί ποττέ τους φίλους μου (Μαχ. 2241).
- α) Η αποστολή, το έργο του μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος:
- 2) (Προκ. για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, «προξενιά»:
- (Ασσίζ. 16222)·
- οι ρουφιάνες … κάνουν μαντατοφοριές και μ' εδεκείνες ζούνε (Κατζ. Πρόλ. 36).
[<ουσ. μαντατοφόρος + κατάλ. ‑ία. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. στο Meursius (λ. μαντάτα)]
- 1)
- μαντατοφορίζω.
-
- I. (Ενεργ.) στέλνω μήνυμα:
- μαντατοφορίζοντα με τον μαντατοφόρον (Ερωτοπ. 302).
- IΙ. (Μέσ.) διεξάγω συνεννοήσεις (διαμέσου αγγελιοφόρων):
- εμαντατοφορίστηκαν το πού να εσμίξουν όλοι (Χρον. Μορ. H 306).
[<αόρ. του μαντατοφορώ]
- I. (Ενεργ.) στέλνω μήνυμα:
- μαντατοφόρισσα η.
-
- Αυτή που φέρνει μηνύματα:
- ήρθα, μαντατοφόρισσα πρικιού μαντάτου να ’μαι (Ροδολ. Δ́ 358).
[<ουσ. μαντατοφόρος + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Αυτή που φέρνει μηνύματα:
- μαντατοφόρος ο [mandatofóros] Ο18 : (λογοτ.) ο αγγελιοφόρος.
[μσν. μαντατοφόρος < μαντάτ(ον) -ο- + -φόρος]
- μαντατοφόρος ο· μανδατοφόρος.
-
- 1) Αγγελιοφόρος· απεσταλμένος (συν. επίσημος):
- Πιττάκια γράφει παρευτύς, μαντατοφόρους στέλλει (Χρον. Μορ. P 300)·
- οι αποστολάτοροι κι … οι μαντατοφόροι ήρθασιν ογιά λόγου μου (Ερωτόκρ. Δ́ 209).
- 2) Ως επίθ. = (προκ. για επιστολή) που περιέχει μήνυμα:
- έστειλε γραφή μαντατοφόρον (Χρον. σουλτ. 3213).
[<ουσ. μαντάτον + ‑φόρος. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Αγγελιοφόρος· απεσταλμένος (συν. επίσημος):