Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντάμ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντάμ η [madám] Ο (άκλ.) : 1. (ιδ. ως προσφώνηση) η κυρία, συνήθ. σε λόγο παρωχημένο, λαϊκό ή ειρωνικό: Tι θα θέλατε, ~; 2. η μαντάμα. μανταμίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: λόγ. < γαλλ. madame (σύγκρ. μσν. μαντάμα < γαλλ. madam(e) )· 2: λόγ. επίδρ. στο μαντάμα· μαντάμ -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντάμα η [madáma] Ο25α : (λαϊκ.) γυναίκα, κάπως μεγάλης ηλικίας, που διευθύνει οίκο ανοχής.

[ιταλ. madama]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντάμα η.
  • Κυρία (ως τιμητικός τίτλ. που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες):
    • (Χρον. Μορ. H 7327).

[<γαλλ. madame (πβ. και ιταλ. madama). Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταμίστικος -η -ο [madamístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας: Εσύ, κοπέλα μου, είσαι νέα· δε σου πάει το μανταμίστικο ντύσιμο. μανταμίστικα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται / χτενίζεται ~.

[μαντάμ -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες