Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανούρι το [manúri] Ο44 : είδος άσπρου μαλακού τυριού αρκετά καλής ποιότητας.
[μσν. *μαν(ός τυρός) `αραιό τυρί΄ -ούρι (αρχ. μανός `αραιός΄) (σύγκρ. μσν. μανούρα `μούτζα΄ < μανούρ(ι) μεγεθ. -α, η σημ. από το λέρωμα του προσώπου του πομπευόμενου με την παλάμη βουτηγμένη σε κατώτερης ποιότητας τυρί, σύγκρ. μούτζα)]