Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανουβράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανουβράρω [manuvráro] -ομαι Ρ6 : 1. κάνω μικρές και προσεκτικές κινήσεις για να οδηγήσω κτ., ιδίως ένα όχημα, σε ορισμένη θέση ή να το περάσω από ένα δύσκολο σημείο: Mανουβράρει το τρένο / το αυτοκίνητο. Ο καπετάνιος μανουβράροντας με τέχνη έφερε το πλοίο στην προκυμαία. ~ ένα όχημα, το οδηγώ με μανούβρες. 2. (μτφ.) ενεργώ πλάγια ή παρελκυστικά: Mανουβράροντας επιδέξια κατόρθωσε να επιβάλει τις απόψεις του. ~ κπ. ή κτ., ενεργώ έτσι, ώστε να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

[βεν. manuvrar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες