Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανουάλι το [manuáli] Ο44 : εκκλησιαστικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση των αναμμένων κεριών· κηροστάτης.
[μσν. μανουάλι(ο)ν (στη νέα σημ.) < υστλατ. (candelabrum) manual(e) `φορητό κηροπήγιο΄ -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μανουάλι(ο)ν το· μανάλι· μανουάλι· μανουάλιν.
-
- (Εκκλ.) κηροπήγιο φορητό, ιδ. μεγάλο· κηροστάτης:
- (Δούκ. 36721), (Συναδ. φ. 85V), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 451).
[<λατ. (candelabrum) manuale. Οι τ. –ι και μανάλι και σήμ. Η λ. (‑ιον) πιθ. τον 3.-4. αι. (Preisigke-Kiessling· βλ. και Soph.)]
- (Εκκλ.) κηροπήγιο φορητό, ιδ. μεγάλο· κηροστάτης: