Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μανιώδης, επίθ.
-
- α) Μανιακός, παράφορος, οργίλος:
- (Χρον. σουλτ. 12129)·
- β) ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδης, βίαιος:
- μανιώδη ορμήν (Παράφρ. Χων. [v. Dieten] I 23).
[αρχ. επίθ. μανιώδης. Η λ. και σήμ.]
- α) Μανιακός, παράφορος, οργίλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανιώδης -ης -ες [manióδis] Ε11 : 1. (για πρόσ.) που αγαπά ή επιδιώκει έντονα κτ. ή ασχολείται υπερβολικά με αυτό: ~ καπνιστής / συλλέκτης γραμματοσήμων. 2. (σπάν.) πολύ έντονος: Mανιώδεις προσπάθειες.
μανιωδώς ΕΠIΡΡ: Δουλεύει / καπνίζει ~, πάρα πολύ. Ο αέρας φυσούσε ~, μανιασμένα. [λόγ. < αρχ. μανιώδης· λόγ. < ελνστ. μανιωδῶς]