Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανιχαϊσμός ο [manixaizmós] Ο17 : 1. θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και που δέχεται την ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών στοιχείων, του φωτός και του σκότους, του καλού και του κακού: Ο ~ στηρίχτηκε στο Xριστιανισμό και σε ορισμένες θρησκείες ανατολικών λαών. 2. χαρακτηρισμός κάθε δυϊστικής θεωρίας ή διδασκαλίας ή και κάθε άποψης που δέχεται ότι υπάρχει μόνο το καλό ή το κακό, το δίκαιο ή το άδικο αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο.
[λόγ. < ελνστ. Μανιχαϊσμός < ανθρωπων. Μανιχαῖος, Μάνης (Πέρσης σοφός)]