Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανιφέστο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανιφέστο το [manifésto] Ο39 : γραπτή δημόσια διακήρυξη που γίνεται με στόχο την παρουσίαση των βασικών αρχών μιας θεωρίας ιδίως πολιτικής, κοινωνικής ή καλλιτεχνικής: Tο κομμουνιστικό ~. Tο ~ του σουρεαλισμού.

[λόγ. < ιταλ. manifesto]

[Λεξικό Κριαρά]
μανιφέστο το.
  • Διακήρυξη, αναγγελία· κάτι που γίνεται φανερό, γνωστό:
    • του Χρύσιππου οπού εγίνηκε πάντοθες μανιφέστο (Στάθ. Γ́ 104).

[<ιταλ. manifesto. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες