Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανικετόκουμπο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικετόκουμπο το [maniketókumbo] Ο41 : εξάρτημα της ανδρικής συνήθ. αμφίεσης που χρησιμεύει για να κουμπώνει η μανσέτα του πουκαμίσου: Ένα ζευγάρι χρυσά μανικετόκουμπα. Πάλι έχασες τα μανικετόκουμπά σου;

[μανικέτ(ι) -ο- + κουμπ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες