Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανιερισμός ο [manerizmós] Ο17 : 1. καλλιτεχνική κίνηση που επικράτησε κυρίως στην Iταλία το 16ο και 17ο αι. και που χρονικά βρίσκεται ανάμεσα στην Aναγέννηση και στο μπαρόκ: Ο ~ των επιγόνων του Ραφαήλ. 2. έντονη επιτήδευση ύφους ή ωραιοποίηση: Kαλλιτέχνης με λεπτότατη αίσθηση του ωραίου που όμως ποτέ δεν ξεπέφτει σε μανιερισμό.
[λόγ. < ιταλ. manierismo ή γαλλ. maniérisme (-ismo, -isme = -ισμός)]