Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανιέρα η [manéra] Ο25α : 1. τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζει έναν καλλιτέχνη ή μια καλλιτεχνική σχολή: Kαλλιτέχνης που ακολουθεί / χρησιμοποιεί ορισμένη ~. 2. ο μανιερισμός2: Aποφυγή κάθε μανιέρας και κάθε τυποποιημένου σχήματος.
[ιταλ. maniera]
[Λεξικό Κριαρά]
- μανιέρα η.
-
- 1) Τρόπος, μέθοδος:
- ένι αδικιά την ποιαν κράζουσιν αντροπήν, η ποια ένι εις πολλές μανιέρες (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 117).
- 2) Ευγενικός τρόπος, υπερήφανη στάση, υπερηφάνεια:
- τον μισέρ Μαρκουλήν είχαν τον στην καγίναν, έχασεν τες μανιέρες του (Ιστ. Μαρκ. 710).
[<ιταλ. maniera. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρόπος, μέθοδος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μανιεράτος, επίθ.
-
- Που έχει ευγενικούς, επιτηδευμένους τρόπους:
- (Ιστ. Μαρκ. 521).
[<ουσ. μανιέρα + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Που έχει ευγενικούς, επιτηδευμένους τρόπους: