Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανεκέν το [manekén] Ο (άκλ.) : πρόσωπο, συνήθ. νέα και όμορφη κοπέ λα, που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη των νέων μοντέλων στον τομέα της μόδας: Tα ~ βαδίζουν με χάρη πάνω στην πασαρέλα. Kοπέλα σαν ~, ψηλή, λεπτή και πολύ ωραία.
[λόγ. < γαλλ. mannequin < ολλανδ. mannekijn `ανθρωπάκι΄]