Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανδύας ο [manδías] Ο3 : 1α. χοντρό πανωφόρι χωρίς μανίκια που το φορούσαν κατά την αρχαιότητα και το συγκρατούσαν με πόρπη στο στήθος ή στον ώμο. β. ένα από τα άμφια του επισκόπου. γ. (παρωχ.) στρατιωτική χλαίνη. 2. Ο ~ των ψυχοπαθών, ζουρλομανδύας. 3. (γεωλ.) το παχύρρευστο στρώμα που βρίσκεται κάτω από το στερεό φλοιό της γης. 4. (μτφ.) για οτιδήποτε γίνεται ή λέγεται για να κρύψει κτ. άλλο που θεωρείται κακό: Δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα.
[λόγ. < ελνστ. μανδύας ἡ, αρχ. μανδύας ὁ]