Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανδαρίνος ο [manδarínos] Ο18 : 1. τίτλος ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων στην αυτοκρατορική Kίνα και στην Kορέα. 2. (μειωτ.) για ανώτερο δη μόσιο υπάλληλο αυταρχικά και σχολαστικά προσκολλημένο στους νομικούς τύπους· (πρβ. γραφειοκράτης): Οι μανδαρίνοι των υπουργείων καταπολεμούν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. mandar(in) -ίνος (ορθογρ. δαν.) < πορτογαλ. mandarim χαρακτηρισμός Κινέζων συμβούλων < συμφυρ. mandar `προστάζω΄ & σανσκρ. mantrinah `υπουργός΄]